παιδαγωγικά

παιδαγωγικά
παιδαγωγικός
suitable to a teacher
neut nom/voc/acc pl
παιδαγωγικά̱ , παιδαγωγικός
suitable to a teacher
fem nom/voc/acc dual
παιδαγωγικά̱ , παιδαγωγικός
suitable to a teacher
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Κουρτίδης, Αριστοτέλης — (Μυριόφυτο Θράκης 1858 – Πειραιάς 1928). Λόγιος και παιδαγωγός. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε για τέσσερα χρόνια στη Γερμανία όπου σπούδασε φιλοσοφία,… …   Dictionary of Greek

  • Λάμψας, Δημήτριος — (1879 – 1942). Παιδαγωγός και συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία και παιδαγωγικά στην Αθήνα, στη Γερμανία και στην Ελβετία και διετέλεσε διευθυντής του διδασκαλείου Λαρίσης και του Μαρασλείου (1906 14). Χρημάτισε μέλος και πρόεδρος του εκπαιδευτικού… …   Dictionary of Greek

  • Μαραθεύτης, Μιχαλάκης — (Πάφος Κύπρου 1926 –). Φιλόλογος, παιδαγωγός και συγγραφέας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στα παιδαγωγικά σε πανεπιστήμια της Αγγλίας και των ΗΠΑ. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως φιλόλογος σε γυμνάσια της… …   Dictionary of Greek

  • Νιμέγερ, Άουγκουστ Χέρμαν — (August Hermann Niemeyer, Χάλε 1754 – 1828). Γερμανός παιδαγωγός. Το 1787 έγινε διευθυντής του Παιδαγωγικού Σεμιναρίου του Χάλε και το 1805 ισόβιος πρύτανης του πανεπιστημίου της πόλης. Τα παιδαγωγικά του ενδιαφέροντα εκδηλώθηκαν από τα πρώτα… …   Dictionary of Greek

  • παιδαγωγική — Μελέτη του προβλήματος της εκπαίδευσης και επιστήμη της αγωγής. Από εμπειρική και στοιχειώδη σκέψη, κλεισμένη στις διαστάσεις της φυσικής εκπαίδευσης και οπωσδήποτε συνδεδεμένη με την έννοια και με την πράξη της διδασκαλίας ως τέχνης, η π.… …   Dictionary of Greek

  • Σερούιος — Επώνυμο οικογένειας από την Κέα, της οποίας πολλά μέλη διακρίθηκαν ως προεστοί, κληρικοί και λόγιοι στην περίοδο της Επανάστασης. 1. Γεώργιος. Λόγιος και διδάσκαλος. Καταγόταν από την Κέα και έζησε το 19o αι. Μετά τις σπουδές του στην πατριαρχική …   Dictionary of Greek

  • Πλούταρχος — I Όνομα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. 1. (Χαιρώνεια Βοιωτίας περίπου 50 – 120 μ.Χ.). Kορυφαίος συγγραφέας και ιδιαίτερα βιογράφος. Από εύπορη οικογένεια, έλαβε καλή φιλοσοφική, επιστημονική, ιστορική και φιλολογική μόρφωση. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και …   Dictionary of Greek

  • γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”